-
1 μεταμέλει
μεταμέλ-ει, [tense] impf. μετέμελε: [tense] fut. - μελήσει: [tense] aor. μετεμέλησε: ([etym.] μέλω):I impers., it repents me, rues me:—Constr.:1 c. dat. pers. et gen. rei,ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων Lys.30.30
, cf. Pl.Phdr. 231a, X.Cyr.8.3.32.2 more freq. c. dat. rei in part. agreeing with the dat. pers., μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι it repented him of having scourged it, Hdt.7.54, cf. 1.130, 3.140, Antipho 5.91; οὔτε μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ I do not regret having thus defended myself, Pl.Ap. 38e; also μ. μοι ὅτι .. X.Cyr.5.3.6.3 abs., μ. τινί it repents one, Ar.Pl. 358, Antipho 5.94, Lys.16.2: also without a dat., ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις to repent when in distress, Th.2.61;μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν ἐν ταῖς πράξεσιν Pl.Prt. 356d
.4 part. neut. μεταμέλον abs., since it repented him,τῶν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μ. Isoc. 18.60
, cf. Pl.Phd. 114a.II seldom with nom., cause repentance or sorrow,τῷ Ἀρίστωνι τὸ εἰρημένον μετέμελε Hdt.6.63
;τοῖσι.. ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδέν Id.9.1
;ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος A.Eu. 771
(nowh. else in Trag.); .—Cf. μεταμέλομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμέλει
-
2 μετα-μέλω
μετα-μέλω (s. μέλω), act. nur 3. Person; μεταμέλει μοι, es gereuet mich, πόνος, Aesch. Eum. 741; οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν, Ar. Nubb. 1098; τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον, Her. 6, 63; und mit dem gen. der Sache, ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει ὧν ἂν εὖ ποιήσωσιν, Plat. Phaedr. 231 a; Xen. Cyr. 5, 1, 22; Sp., οὐ μεταμέλει μοι τῆς αἱρέσεως, Luc. Hermot. 21. – Zum dat. der Person tritt ein partic., welches den Gegenstand der Reue ausdrückt, μετεμέλησέ σφι ταῦτα ποιήσασι, sie bereu'ten dies gethan zu haben, Her. 1, 130; μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήςποντον μαστιγώσαντι, 7, 54, es reu'te ihn den Hellespont gepeitscht zu haben; οὔτε νῦν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ, Plat. Apol. 38 e; das partic. neutr., μεταμέλον αὐτοῖς, da sie es bereu'ten, Phaed. 113 e, wie Isocr. 18, 60, τῶν μὲν ἀνηλωμένων μεταμέλον αὐτοῖς. – Med. μεταμέλομαι, fut. μεταμελήσομαι, Reue haben, theils absolut, Xen. Cyr. 4, 6, 5, εἰς τὸ μεταμελησόμενον προϊέναι Mem. 2, 6, 23, die Reue, theils c. partic., μετεμέλοντο οὐκ ἀναστάντες, sie bereu'ten nicht aufgestanden zu sein, Thuc. 7, 50, vgl. 4, 27; τινί und ἐπί τινι, Plut. Timol. 6 u. öfter; περί τινος, Phalar. – Wie das act. construirt, μεταμέλεσϑαι πολλάκις αὐτοῖς, Plat. Dem. 382 d. – Uebh. = seinen Vorsatz, seine Meinung ändern, Pol. 4, 50, 6. 25, 5, 11.
-
3 μεταμελω
(только impers.) быть предметом сожаления, внушать раскаяниеοὐ μεταμέλει μοι οὕτως ἀπολογησαμένῳ Plat. — я не жалею, что защищался таким образом;ὑστέρῳ χρόνῳ μετεμέλησέ τέ σφι ταῦτα ποιήσασι Her. — впоследствии они раскаялись в том, что так поступили;μεταμέλον (part. n) αὐτοῖς τὸν ἄλλον βίον βιῶσιν Plat. — они раскаивались в этом в течение (всей) остальной жизни - см. тж. μεταμέλομαι -
4 προσαποκτεινω
сверх того убивать Plut.οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν υιὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ΄ ὅτι οὐ καὴ σὲ προσαπέκτεινα Xen. — (царь заявил Гобрию):
— я сожалею не о том, что убил твоего сына, а о том, что не убил вместе (с ним) и тебя -
5 μεταμέλω
μετα-μέλω, μεταμέλει μοι, es gereuet mich. Zum dat. der Person tritt ein partic., welches den Gegenstand der Reue ausdrückt, μετεμέλησέ σφι ταῦτα ποιήσασι, sie bereuten dies getan zu haben; μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήςποντον μαστιγώσαντι, es reute ihn den Hellespont gepeitscht zu haben; das partic. neutr., μεταμέλον αὐτοῖς, da sie es bereuten; μεταμέλομαι, fut. μεταμελήσομαι, Reue haben, teils absolut, εἰς τὸ μεταμελησόμενον προϊέναι, die Reue, teils c. partic., μετεμέλοντο οὐκ ἀναστάντες, sie bereuten nicht aufgestanden zu sein. Übh. = seinen Vorsatz, seine Meinung ändern
См. также в других словарях:
μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… … Dictionary of Greek
προσαποκτείνω — Α φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»] … Dictionary of Greek